Στην, Γιαν

Στην, Γιαν
(Stein). Ολλανδός ζωγράφος (1626-1679). Αν και οι πληροφορίες για τη ζωγραφική μόρφωσή του είναι λίγες, η υπόλοιπη ζωή του είναι αρκετά γνωστή. Ήταν γαμπρός του βαν Γκόγιεν και άσκησε την τέχνη του στο Ντελφτ, όπου διατηρούσε ζυθοπωλείο. Τα θέματά του έχουν μεγαλύτερη ποικιλία από οποιουδήποτε άλλου ζωγράφου: βιβλικά και μυθολογικά επεισόδια, αλληγορίες, λαϊκές γιορτές, οικογενειακές σκηνές, δρόμοι, αγορές, πανδοχεία, ερωτικές σκηνές. Ο Σ. είναι διεισδυτικός παρατηρητής όλων των ανθρώπινων εκδηλώσεων και θεωρείται στην ιστορία της ολλανδικής ζωγραφικής του 17ου αι. ισάξιος του Ρέμπραντ, του Βερμέερ και του Χαλς. Πρωινή τουαλέτα, έργο του Γιαν Στην (Rijkmuseum, Άμστερνταμ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Βαν Άικ, Γιαν — (Jan Van Eyck, Μάαστριχτ περ. 1390 – Μπριζ 1441). Φλαμανδός ζωγράφος. Ιδρυτής της φλαμανδικής αναγεννησιακής σχολής. Με αυτόν σημειώνεται η μετάβαση από το υστερογοτθικό, μεσαιωνικό πνεύμα στη νέα νατουραλιστική οπτική. Λίγες εξακριβωμένες… …   Dictionary of Greek

  • Βερμέερ, Γιαν — (Jan Vermeer, Ντελφτ 1632 – 1675). Ολλανδός ζωγράφος. Ο Β. υπήρξε από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της Ολλανδίας και όλης της Ευρώπης, τον 17ο αι., ονομαστός για τις θαυμάσιες σκηνές σε εσωτερικούς χώρους και για τα αστικά τοπία του. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Μόσταρτ, Γιαν — (Jan Mostaert, Χάρλεμ περ. 1475 – 1555/56). Ολλανδός ζωγράφος. Διετέλεσε για 18 συνεχή χρόνια ζωγράφος στην αυλή της Μαργαρίτας της Αυστρίας. Συγκαταλέγεται στην κατηγορία των Ολλανδών ζωγράφων, που φιλοτέχνησαν τα έργα τους, ακολουθώντας την… …   Dictionary of Greek

  • Σιμπέλιους, Γιαν — (Sibelius). Φιλανδός συνθέτης (Ταβαστέχις 1865 Γαίρβενπαιαι, Ελσίνκι 1957). Εκδήλωσε το ενδιαφέρον του για τη μουσική μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον (μουσικές βραδιές με τις αδελφές του), στα όρια του ευγενέστερου ερασιτεχνισμού, ενώ ακόμα… …   Dictionary of Greek

  • Στέεν, Γιαν — (Steen). Ολλανδός ζωγράφος (Λέυντεν 1626 1679). Μαθητής και γαμπρός του Γιαν Βαν Γκόγιεν, ανήκε από το 1648 στη συντεχνία των ζωγράφων του Λέυντεν και κατόπιν εργάστηκε διαδοχικά στη Χάγη, στο Ντελφτ, στο Χάαρλεμ και τελικά πάλι στο Λέυντεν.… …   Dictionary of Greek

  • Γκόσαρτ, Γιαν — (Jan Gossaert, Μάουμπουγκε, 1480; – Μίντελμπουργκ 1533;).Φλαμανδός ζωγράφος. Οι πρώτες πληροφορίες γι’ αυτόν ανάγονται στο 1503, έτος κατά το οποίο το όνομά του αναφέρεται στους καταλόγους των ζωγράφων της Αμβέρσας. Ήταν μέλος της πρεσβείας που ο …   Dictionary of Greek

  • Χους, Γιαν — (Hus, συχνά αποδίδεται στα ελληνικά και ως Ιωάννης Ούσιος· Χουιζίνετς; περίπου 1369 – Κωνστάντια 1415). Βοημός θρησκευτικός μεταρρυθμιστής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Πράγας και αφού χειροτονήθηκε ιερέας, αφιερώθηκε με πάθος στο θείο κήρυγμα,… …   Dictionary of Greek

  • Κομένιους, Γιαν Αμός — (Jan Amos Comenius, Νίβνιτσε, Μοραβία 1592 – Άμστερνταμ 1670). Εκλατινισμένος τύπος του ονόματος του Μοραβού παιδαγωγού Γ.Ά. Κομένσκι (Komensky). Σπούδασε στα σχολεία του Πρέροφ και στην Ακαδημία Χέρμπορν στο Νασάου, όπου δέχτηκε την επίδραση του …   Dictionary of Greek

  • Ράινις, Γιαν — (1865 – 1929). Λετονός ποιητής. Ανάμεσα στο 1884 1888 φοίτησε στη Νομική σχολή του πανεπιστήμιου της Πετρούπολης, όπου άρχισε να διαμορφώνει και την υλιστική του κοσμοθεωρία. Το 1891 95 ίδρυσε την εφημερίδα Ντιένους Λάπα. Οι πρώτοι του στίχοι… …   Dictionary of Greek

  • Σλούιτερς, Γιαν — (Sluyters). Ολλανδός ζωγράφος (Χέρτογκενμπος 1881 Άμστερνταμ 1957). Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Γαλλία, στην Ιταλία και στην Ισπανία. Ως ζωγράφος, ακολούθησε τον ιδεαλισμό, αργότερα όμως προσχώρησε στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”